- ἡδυσμάτιον
- ἡδυσμάτιον, τό, Dim. of foreg., Telecl.1.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηδυσμάτιον — ἡδυσμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ήδυσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
ἡδυσματίοις — ἡδυσμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)